- εκτοπισμός
- ο1) см. εκτόπιση; 2) мед. эктопия;
εκτοπισμός νεφρού — эктопия' почки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκτοπισμός νεφρού — эктопия' почки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐκτοπισμός — migration masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκτοπισμός — ο (AM ἐκτοπισμός) νεοελλ. 1. η απομάκρυνση από τον τόπο κατοικίας του ενός προσώπου που θεωρείται επικίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια 2. ιατρ. η μετατόπιση ενός οργάνου τού σώματος, η παρά φύσιν θέση του αρχ. 1. μετανάστευση 2. απομακρυσμένη θέση… … Dictionary of Greek
εκτοπισμός — ο η απομάκρυνση από τις υπηρεσίες ασφάλειας επικίνδυνου ατόμου από τον τόπο της διαμονής του και η κατοίκησή του αλλού, όπου επιτηρείται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκτοπισμοί — ἐκτοπισμός migration masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτοπισμοῦ — ἐκτοπισμός migration masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτοπισμούς — ἐκτοπισμός migration masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτοπισμῶν — ἐκτοπισμός migration masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτοπισμῷ — ἐκτοπισμός migration masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτοπισμόν — ἐκτοπισμός migration masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκκλιση — η (AM ἔκκλισις) ηθική εκτροπή, παραστράτημα νεοελλ. απόκλιση («έκκλιση στύλου») αρχ. 1. λοξοδρομία, απόκλιση από τη συνηθισμένη πορεία 2. εξάρθρωση, εκτοπισμός 3. κλίση, τάση, ροπή 4. άρνηση, αποφυγή … Dictionary of Greek
διαφορά — Η έλλειψη ομοιότητας ή ισότητας ανάμεσα σε πρόσωπα ή πράγματα· η διαφωνία. (Μαθημ.) H μονοσήμαντη λύση της εξίσωσης α + x = β, για κάθε ζεύγος (β,α) πραγματικών αριθμών. Η λύση αυτή ονομάζεται δ. β πλην α και συμβολίζεται με (β – α). Η… … Dictionary of Greek